διασκεδάζω — disperse pres subj act 1st sg διασκεδάζω disperse pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεδάζω — διασκεδάζω, διασκέδασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διασκεδάζω — (AM διασκεδάννυμι Μ και διασκεδάζω) διασκορπίζω, αποδιώχνω νεοελλ. 1. ψυχαγωγώ, προκαλώ σε κάποιον ευθυμία, ευχαρίστηση 2. ψυχαγωγούμαι, μετέχω σε διασκέδαση αρχ. 1. διαλύω («τὸν στρατὸν διεσκέδασε») 2. εξαφανίζω 3. ( ομαι) (για φήμη) διαδίδομαι … Dictionary of Greek
διασκεδάζω — διασκέδασα, διασκεδάστηκα, διασκεδασμένος 1. διαλύω και διασκορπίζω δυσάρεστα συναισθήματα: Διασκέδασα τις ανησυχίες μου. 2. ψυχαγωγώ, κάνω κάποιον να περνάει ευχάριστα: Πάντα μας διασκεδάζει η παρέα σου. 3. περνώ ευχάριστα, ψυχαγωγούμαι: Δεν έχω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διασκεδάζῃ — διασκεδάζω disperse pres subj mp 2nd sg διασκεδάζω disperse pres ind mp 2nd sg διασκεδάζω disperse pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεδάζει — διασκεδάζω disperse pres ind mp 2nd sg διασκεδάζω disperse pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεδάζοντα — διασκεδάζω disperse pres part act neut nom/voc/acc pl διασκεδάζω disperse pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεδάζοντι — διασκεδάζω disperse pres part act masc/neut dat sg διασκεδάζω disperse pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεδάζουσι — διασκεδάζω disperse pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διασκεδάζω disperse pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεδάζουσιν — διασκεδάζω disperse pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διασκεδάζω disperse pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεδαζομένη — διασκεδάζω disperse pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)